- ταρίχιον
- τᾰρῑχ-ιον, τό, Dim. of τάριχος, Ar.Pax563 (troch.), Cephisod.8, Sor.2.15, Sammelb.4425 iii 25 (ii A.D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρίχιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρίχιον — τὸ, ΜΑ [τάριχος] υποκορ. τού τάριχος … Dictionary of Greek
ταριχίοις — ταρίχιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχίου — ταρίχιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρίχια — ταρίχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοταρίχιον — λεπτοταρίχιον, τὸ (Α) μικρό παστό ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ταρίχιον (< τάριχον «είδος παστού ψαριού»] … Dictionary of Greek
παρίσχιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στο ισχίον (εσφ. γρφ. αντί ταρίχιον). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσχίον] … Dictionary of Greek
ταριχίων — ταρῑχίων , τάριχος 2 dead body preserved by embalming neut gen pl (doric) ταρίχιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρίχι' — ταρίχια , ταρίχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)